σιδηρογωνία

σιδηρογωνία
και σιδερογωνιά, η, Ν
1. σιδερένιο έλασμα, σε σχήμα ορθής δίεδρης γωνίας, που χρησιμοποιείται σε πολλές σιδηροκατασκευές
2. τεμάχιο σιδήρου, σε σχήμα δίεδρης γωνίας, που χρησιμοποιείται στη σύνδεση δύο τεμαχίων στα μεταλλικά ζευκτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* / σίδερο- + γωνία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζυγό — το (Α ζυγόν) 1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα 2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια 3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε… …   Dictionary of Greek

  • σιδερογωνιά — η, Ν βλ. σιδηρογωνία …   Dictionary of Greek

  • σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… …   Dictionary of Greek

  • υποζώστρα — η, Ν ναυτ. εσωτερική ένδεση πλοίου με ξύλο ή με σιδηρογωνία για στήριξη τής ζυγοδόκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ζώστρα «καθεμιά από τις παχύτερες εσωτερικές εντεροσανίδες ξύλινου σκάφους, ζωνάρι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”